- υδατομετρία
- και υδατομέτρηση, η, Ν1. η υδρομετρία2. μέθοδος προσδιορισμού τής σκληρότητας τού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδατομετρία — η η υδρομετρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδατομετρικός — ή, ό, Ν [υδατομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδατομετρία … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
υδρομέτρηση — η 1. μέτρηση υγρού, και κυρίως του νερού, σε ροή από αγωγό στη μονάδα του χρόνου, υδατομέτρηση. 2. μέθοδος προσδιορισμού της σκληρότητας του νερού, υδατομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)